Αγορά αυτοκινήτου: Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική


Ουδείς δείχνει διατεθειμένος να πιάσει την «καυτή πατάτα» της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου. Την ανανέωση του πιο γερασμένου στόλου ΙΧ της ΕΕ.

Η πορεία της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου συνεχίζει με θετικό πρόσημο, παρά την αύξηση των τιμών και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και αυτό είναι ένα δείγμα της αγοραστικής ανάγκης που υπάρχει για νέας τεχνολογίας, πιο οικονομικά και ασφαλή αυτοκίνητα και σε καμία περίπτωση, κατά την άποψή μας, οικονομικής ευμάρειας.

Σε μια χώρα που πλήττεται όσο ελάχιστες ευρωπαϊκές από το κύμα της ακρίβειας (πλέον, και με τις τιμές του ρεύματος) και με υποδεέστερη αγοραστική ικανότητα σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι άξιο θαυμασμού αυτό που συμβαίνει.

Η αγορά των επιβατικών αυτοκινήτων «τρέχει» με 10,9% άνοδο για το πρώτο εξάμηνο του 2024, σημειώνοντας 78.020 πωλήσεις, ενώ η ίδια καλή πορεία αποτυπώθηκε και τον Ιούνιο, με αύξηση 5,7% και 14.147 ταξινομήσεις επιβατικών ΙΧ. Να σημειώσουμε εδώ την διαφορετική εικόνα της ευρωπαϊκής αγοράς, όπου παρατηρείται μια στασιμότητα, λόγω επιβράδυνσης της… ατμομηχανής της, που λέγεται Γερμανία, των περικοπών των επιδοτήσεων για τα ηλεκτρικά, φυσικά λόγω και της ανόδου των τιμών, ενώ ουδείς γνωρίζει το κατά πόσο θα την επηρεάσουν οι νέοι δασμοί για τις κινεζικές μάρκες που έχουν ανακοινωθεί.

Επιστρέφοντας στην ελληνική αγορά, θα μπορούσε να πει κανείς πως η συνεχιζόμενη ανοδική της πορεία δεν είναι έκπληξη, αλλά αποτέλεσμα των πραγματικών της δυνατοτήτων, βάσει πληθυσμιακών χαρακτηριστικών. Δεν θα διαφωνούσαμε, εφόσον δεν αντιστοιχούσαν περισσότερα από ένα αυτοκίνητα για κάθε νοικοκυριό (!), εκ των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι γερασμένα και κάποια από αυτά ακατάλληλα για χρήση. Στην Ελλάδα ο μέσος όρος ηλικίας αυτοκινήτων και φορτηγών είναι στα 17,3 έτη (ο γηραιότερος στην ΕΕ το 2023), ενώ το 82% του στόλου (δηλαδή, περισσότερα από 4,5 εκατομμύρια οχήματα) πάνω από 10 έτη. Τα νέα αυτοκίνητα που μπαίνουν στην κυκλοφορία είναι απόρροια πραγματικής ανάγκης εκείνων που θεωρούν πως συντρέχουν σημαντικοί λόγοι απόκτησης (λόγου χάριν, οικονομίας, ασφάλειας), ενώ ώθηση στην αγορά δίνουν και οι εταιρικές πωλήσεις (RAC, ανανέωση στόλων, κ.λπ.). Δυστυχώς, σε κανέναν από τους (ιδιώτες, εταιρείες) δεν προσφέρεται κάποιο κίνητρο αντικατάστασης, με αποτέλεσμα τα καινούργια αυτοκίνητα που εισέρχονται στην αγορά απλώς να προστίθενται στον υφιστάμενο στόλο αδυνατώντας να βελτιώσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Αποτέλεσμα, στους ελληνικούς δρόμους να εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακατάλληλα αυτοκίνητα σε θέματα ασφάλειας, τεχνολογίας και οικολογίας.

Στροφή στα μικρά οικογενειακά αυτοκίνητα

Η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών αντικατοπτρίζεται και στις αγοραστικές τάσεις, καθώς η κατηγορία των B-SUV, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μιας οικογένειας, συγκεντρώνει το αγοραστικό ενδιαφέρον, με μερίδιο 30,9% και σημαντική άνοδο της τάξης του 5,7% για το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς, ενώ μαζί με τα super mini (B-Segment) καλύπτουν το 55,9% της αγοράς. Δηλαδή, περίπου 6 στα 10 αυτοκίνητα που ταξινομούνται στην ελληνική επικράτεια είναι αυτοκίνητα της μικρής κατηγορίας, κάτι που δείχνει την αδυναμία του μέσου Έλληνα να στραφεί σε μεγαλύτερα και ακριβότερα αυτοκίνητα.

Ενδιαφέρον έχει να δούμε και το «καύσιμο» που επιλέγεται, με τα υβριδικά (HEV) να σημειώνουν μια μεγάλη άνοδο σε σχέση με πέρυσι ( 10,9%), με μερίδιο 39,3% πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής τα αμιγώς βενζινοκίνητα που εξακολουθούν να κατέχουν την πρώτη θέση, με μερίδιο 40,7%, με πτωτική τάση, όμως (-4,4%). Αντιθέτως, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 29,2 % για τα HEV και 35,5% για τα βενζινοκίνητα.

Αξιοπρόσεκτη είναι η πτώση των πετρελαιοκίνητων κατά 5%, που κατά τεκμήριο είναι μεγαλύτερων και ακριβότερων κατηγοριών, με το μερίδιό τους να συρρικνώνεται στο  9,2%, έναντι του μέσου ευρωπαϊκού, που είναι στο 12,9%, πάντα για το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς, κάτι που αποδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την οικονομική δυσπραγία των Ελλήνων σε σχέση με τους Ευρωπαίους.

Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα της αγοράς αυτοκινήτου, θα διαπιστώσουμε την άμεση ανάγκη υιοθέτησης κινήτρων αντικατάστασης των παλαιάς τεχνολογίας ΙΧ, προκειμένου να ανανεωθεί ο στόλος και να ανασάνουν τα μεγάλη αστικά κέντρα της χώρας.

Και, φυσικά, θα αναρωτιέστε το τι γίνεται με τα ηλεκτρικά ΙΧ στην Ελλάδα, κατηγορία που δεν έχει την ίδια δυναμική σε σχέση με την Ευρώπη (γνωστοί οι λόγοι), ωστόσο η ενεργοποίηση του πρόσθετης επιδότησης «Κινούμαι Ηλεκτρικά 3» έδωσε μια κάποια ώθηση. Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου (ΣΕΑΑ), αφού παραδόξως ταξινομεί μαζί τα αμιγώς ηλεκτρικά (BEV) και τα plug-in (PHEV), αλλά ακόμα και έτσι το αποτέλεσμα βγάζει μια μικρή επιβράδυνση 0,4% και μερίδιο στο 9,5%. Κάτω της μονάδας είναι το μερίδιο των οχημάτων με φυσικό αέριο (διπλού καυσίμου) και υγραέριο, που αποδεδειγμένα μπορούν να αποτελέσουν μια αξιόπιστη λύση για οικονομικές και με πολύ περιορισμένους ρύπους κίνηση στην πόλη, όταν, αντιστοίχως, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 3,2%.

Συνεπώς, είναι θετικό για την αγορά αυτοκινήτου και την ελληνική οικονομία γενικότερα το θετικό πρόσημο των πωλήσεων, αλλά και τα σημάδια ανθεκτικότητας που επιδεικνύονται. Είναι πολύ απογοητευτικό ότι όλα αυτά τα νέα (και εισαγόμενα μεταχειρισμένα) οχήματα που τίθενται στην κυκλοφορία κάθε χρόνο απλώς  προστίθενται στο υφιστάμενο στόλο, χωρίς καμία απολύτως μέριμνα απόσυρσης των ακατάλληλων για κυκλοφορία αυτοκινήτων. Και τα αποτελέσματα τα βιώνουμε στην καθημερινότητά μας…