Σύμφωνα λοιπόν με τον Πρόεδρο του ΣΕΕΠΕ κ. Αληγιζάκη δύο είναι αυτή τη στιγμή τα βασικά προβλήματα του κλάδου: το πρώτο είναι η παραβατικότητα που αποφέρει μειωμένα έσοδα στο κράτος, αυξάνει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, και το δεύτερο είναι η υψηλή φορολογία που έχει ως αποτέλεσμα μείωση της κατανάλωσης, αυξημένες απαιτήσεις για κεφάλαιο, μείωση της ανταγωνιστικότητας ελληνικών επιχειρήσεων και αποτελεί κίνητρο για λαθρεμπορία.
Είναι γεγονός πως η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια ισχυρές πιέσεις κυρίως λόγω της ύφεσης της οικονομίας και των διακυμάνσεων στο επίπεδο των τιμών.
Σημαντική επίπτωση στις τιμές και κατ’ επέκταση στην αγορά είχαν και οι δραστικές αυξήσεις στους συντελεστές των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης καθώς και στο υγραέριο (οικιακό, κίνησης και βιομηχανίας). Η συνολική φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι υψηλή και έχει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών στην αντλία. Ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στη βενζίνη είναι δυσανάλογα υψηλός συγκριτικά με χώρες με αντίστοιχο κατά κεφαλή ΑΕΠ, κοντά στο μέσο όρο στο πετρέλαιο κίνησης και υψηλότερα από το μέσο όρο στο πετρέλαιο θέρμανσης. Τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους στα πετρελαιοειδή διαμορφώθηκαν σε περίπου €5,6 δισεκ. το 2015 και αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών εσόδων του Δημοσίου (11,8% το 2015).
Από την άλλη λιγότερο καύσιμο σε ποσοστό μέχρι και 9,5% βάζουν ορισμένα πρατήρια, σύμφωνα με έρευνα του Πολυτεχνείου που πραγματοποιήθηκε σε 150 πρατήρια της Αττικής για λογαριασμό του ΣΕΕΠΕ. Συνολικά μία στις έξι αντλίες (14,5%) παραδίδει λιγότερο καύσιμο από αυτό που πληρώνουν οι καταναλωτές. Οι παραβάσεις εντοπίζονται κυρίως σε πρατήρια με χαμηλές τιμές.
Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι όλες οι αποκλίσεις καταγράφονται από τα συστήματα ελέγχου εισροών - εκροών όγκου καυσίμων τα όποια έχουν εγκατασταθεί στα περισσότερα σημεία διακίνησης αλλά δεν είναι λειτουργικά καθώς ενώ το σύστημα έχει εγκατασταθεί στο 99% των πρατηρίων με κόστος 90 εκατ. ευρώ, δεν γίνεται επεξεργασία και αξιοποίηση των στοιχείων ενώ δεν έχουν πιστοποιηθεί τα λογισμικά των συστημάτων, με αποτέλεσμα το κράτος να συνεχίζει να χάνει σε ετήσια βάση από το λαθρεμπόριο καυσίμων έσοδα της τάξης των 250-300 εκατ. ευρώ.
Ο Σύνδεσμος πιστεύει πως έμφαση πρέπει να δοθεί στην καταπολέμηση των παθογενειών της αγοράς (λαθρεμπόριο, νοθεία καυσίμων κ.λπ.) και σε μέτρα που εξομαλύνουν τις έντονες διακυμάνσεις των τιμών, όπως η (με προκαθορισμένο και γνωστό τρόπο) μείωση των συντελεστών Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε περίπτωση μεγάλης ανόδου των διεθνών τιμών, ώστε οι επιπτώσεις στην οικονομία και στον κλάδο να περιορίζονται.



ΔΗΜΟΦΙΛΗ