Η μείωση της κατανάλωσης καυσίμου και κατά συνέπεια του κόστους χρήσης ενός αυτοκινήτου αποτελεί το ζητούμενο για τους περισσότερους οδηγούς. Μάλιστα, σύμμαχος στην προσπάθεια αυτή είναι και οι ίδιες οι αυτοκινητοβιομηχανίες οι οποίες δίνουν τη δική τους μάχη προσαρμογής στα ολοένα και αυστηρότερα πρότυπα εκπομπής ρύπων.
Και ενώ μια από τις πλέον συνήθεις και αποτελεσματικές πρακτικές εξοικονόμησης καυσίμου είναι η διατήρηση των στροφών λειτουργίας του κινητήρα σε χαμηλά επίπεδα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να οδηγήσει στην πρόωρη φθορά του κινητήρα.
Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να γνωρίζουμε και να λάβουμε υπόψη μας είναι ο τύπος του κινητήρα μας και οι ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από αυτόν. Παραδείγματος χάριν, αν μιλάμε για έναν κινητήρα diesel τότε το εύρος βέλτιστης λειτουργίας του συνήθως βρίσκεται μεταξύ 1.500 και 3.000 σ.α.λ., ενώ αν πρόκειται για έναν επίσης υπερτροφοδοτούμενο κινητήρα βενζίνης τότε η αποδοτικότερη «περιοχή» μετατοπίζεται προς την περιοχή των 2.000-3.500 σ.α.λ.
Ιδανικά, λοιπόν, ο κινητήρας θα πρέπει να λειτουργεί σε εκείνο το εύρος στροφών στο οποίο αποδίδει τα μέγιστα, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δεν μπορούμε να μειώσουμε περεταίρω τις στροφές λειτουργίας όταν και εφόσον οι συνθήκες μάς το επιτρέπουν με στόχο να μειώσουμε την κατανάλωση καυσίμου.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει ότι όταν αναγκάζουμε τον κινητήρα να λειτουργεί σε χαμηλότερες στροφές ακόμα και σε συνθήκες υψηλού φορτίου, όπως π.χ. μια έντονη ανωφέρεια ή κατά τη διάρκεια μιας επιτάχυνσης.
Σε αυτήν την περίπτωση, o κινητήρας επιχειρεί να αποδώσει το μέγιστο σε συνθήκες οι οποίες ωστόσο δεν του επιτρέπουν, καθώς ο ρυθμός περιστροφής του είναι αρκετά χαμηλός. Το αποτέλεσμα είναι να καταναλώνει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα καυσίμου στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις εντολές του οδηγού και να αναπτύσσονται στο εσωτερικό του δυνάμεις οι οποίες μεταφράζονται, εκτός των άλλων και σε έντονους κραδασμούς.
Έτσι, πέρα από τη φθορά στα επιμέρους τμήματα του κινητήρα, καταπονούνται και εξαρτήματα όπως οι βάσεις του κινητήρα και οι ελαστικοί σύνδεσμοι που φροντίζουν για την απομόνωση των κραδασμών που παράγει η λειτουργία του.
Ένα ακόμα πρόβλημα που μπορεί να προκύψει από την παρατεταμένη λειτουργία του κινητήρα σε ιδιαίτερα χαμηλές στροφές είναι η συντήρηση των συστημάτων φίλτρανσης των καυσαερίων.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι καταλύτες, όπως άλλωστε και τα συστήματα συγκράτησης μικροσωματιδίων δεν επιτυγχάνουν την επιθυμητή θερμοκρασία λειτουργίας όταν ο κινητήρας υποαποδίδει μένοντας διαρκώς σε πολύ χαμηλές στροφές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την αναγέννηση των φίλτρων συγκράτησης μικροσωματιδίων των πετρελαιοκινητήρων απαιτούνται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες οι οποίες επιτρέπουν την καύση των υπολειμμάτων.
Για να συμβεί αυτό ωστόσο θα πρέπει το αυτοκίνητο να κινείται αρκετή ώρα με σχετικά υψηλή ταχύτητα και με τον κινητήρα να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες και όχι εκείνες που επιβάλλει η προσπάθεια της ελαχιστοποίησης της κατανάλωσης καυσίμου.
Συμπερασματικά, οφείλουμε να προσαρμόζουμε τις οδηγικές μας συνήθειες στις συνθήκες κίνησης, καθώς μία και μόνο μεθοδολογία δεν είναι αρκετή για να καλύψει όλες τος περιπτώσεις.
Ας επιδιώξουμε, λοιπόν, την εξοικονόμηση καυσίμου όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, επιτρέποντας παράλληλα στον κινητήρα να ανταποκριθεί στον ρόλο του όταν οι απαιτήσεις μας από αυτόν πολλαπλασιαστούν.