Με τα ηλεκτρικά οχήματα να έχουν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας, και τις εταιρείες να συνεχίζουν να επενδύουν σε αυτά, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τις συνέπειες, τα αποτελέσματα της ολοένα και πιο εκτεταμένης χρήσης EV.
Δε μιλάμε για τη ζωή των μπαταριών, ή την αξία τους μετά από μερικά χρόνια ή ακόμα και τους ρύπους που παράγονται κατά την παραγωγή τους, αλλά για το πώς επιδρούν στους οδηγούς και τους επιβάτες.
Φαίνεται, λοιπόν, πως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα προκαλούν μεγαλύτερη ναυτία από ό,τι εκείνα με ΜΕΚ, κάτι που πιστοποιείται κι επιστημονικά.
Σύμφωνα με δυο έρευνες, μία του 2020 και μία του 2024, υπάρχει ισχυρή σύνδεση μεταξύ των EV και της ναυτίας των ταξιδιωτών η οποία οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: στη δόνηση των καθισμάτων και στην απουσία του γνωστού ήχου παράγει ένας θερμικός κινητήρας. Οι άνθρωποι μέσα στα χρόνια εξοικειώθηκαν με τον ήχο και την αίσθηση ενός θερμικού αυτοκινήτου, προσαρμόζοντας τις αντιδράσεις τους σε αυτήν την εμπειρία, οπότε αν κάποιος έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οδηγώντας ή απλώς επιβαίνοντας σε ένα όχημα με ΜΕΚ, η μετάβαση σε ένα ηλεκτρικό μπορεί να τον διαταράξει.
«Αν έχουμε συνηθίσει να ταξιδεύουμε με μη ηλεκτροκίνητα οχήματα, έχουμε συνηθίσει να κατανοούμε την κίνηση του αυτοκινήτου με βάση σήματα όπως οι στροφές του κινητήρα, οι δονήσεις του κινητήρα, η ροπή κ.λπ. Ωστόσο, το ταξίδι σε ένα EV για πρώτη φορά αποτελεί ένα νέο περιβάλλον κίνησης για τον εγκέφαλο, το οποίο χρειάζεται προσαρμογή», εξηγεί ο William Emond, διδακτορικός φοιτητής που ερευνά το ζήτημα στο Université de Technologie de Belfort-Montbéliard στη Γαλλία.
Ακόμα και η τεχνολογία αναγεννητικής πέδησης των EV μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ναυτίας των επιβατών, καθώς η επιβράδυνση γίνεται σταδιακά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι απότομα ή σε πιο άμεσο χρόνο.
Αν και δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί στο 100%, οι επιστήμονες πιστεύουν πως η ναυτία προκαλείται από μια αναντιστοιχία μεταξύ των διαφόρων αισθητηριακών σημάτων που λαμβάνει ταυτόχρονα ο εγκέφαλος σχετικά με την κίνηση του σώματος. Συγκεκριμένα, συμβαίνει όταν το εσωτερικό αυτί, το οποίο βοηθά στον έλεγχο της ισορροπίας, τα μάτια και το σώμα στέλνουν αντικρουόμενες πληροφορίες στον εγκέφαλο.
«Η καλύτερη γνώση για την αυτοκίνηση μας επιτρέπει να προβλέπουμε τις δυνάμεις της κίνησης, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τη ναυτία της κίνησης. Ωστόσο, όταν οι δυνάμεις κίνησης, όπως εκτιμώνται ή αναμένονται από τον εγκέφαλο, διαφέρουν από αυτές που πραγματικά βιώνουμε, τότε ο εγκέφαλος ερμηνεύει αυτή τη 'νευρωνική αναντιστοιχία' ως κατάσταση σύγκρουσης», δήλωσε ο Emond. «Εάν αυτή η σύγκρουση επιμένει με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο για την ενεργοποίηση αυτόνομων αντιδράσεων του σώματος, όπως τα συμπτώματα που είναι εμφανή στη ναυτία».
Για αυτό και οι οδηγοί δεν παθαίνουν ναυτία - διότι ελέγχουν το όχημα και ξέρουν ακριβώς τι ακολουθεί.
«Όταν ανακαλύπτει ένα νέο περιβάλλον κίνησης, ο εγκέφαλος χρειάζεται να συνηθίσει, επειδή δεν υπάρχει γνώση προηγούμενης εμπειρίας σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Αυτός είναι, για παράδειγμα, ο λόγος για τον οποίο σχεδόν όλοι νιώθουν ναυτία σε περιβάλλοντα μηδενικής βαρύτητας», συμπληρώνει ο Emond.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Nέα λειτουργία στο iPhone που «νικάει» τη ναυτία στο αυτοκίνητο (video)
Έρευνα: Πόση ενέργεια χάνεται όταν φορτίζει κανείς το αυτοκίνητό του (πίνακες)
Έρευνα: Οι ακριβότερες χώρες της Ευρώπης για τη φόρτιση EV - Η θέση της Ελλάδας (πίνακες)