Είναι προφανές ότι όταν κάτι επαναλαμβάνεται με εξαιρετική συνέπεια μάλιστα, έχοντας απέναντι σκληρότατο ανταγωνισμό, σταματά να δημιουργεί σκέψεις περί «τυχαίου»… Η Ferrari όταν επέστρεψε στους αγώνες αντοχής, ας μην γελιόμαστε, δεν το έκανε επειδή στο τέλος της χρονιάς ήθελε να στεφθεί πρωταθλήτρια. Προφανώς ένας τέτοιος τίτλος είναι καλοδεχούμενος, πλην όμως αλλού ήταν τα βλέμματα και η προσοχή. Και αυτό ήταν και παραμένει η επικράτηση στις 24 Ώρες του Le Mans.
Όταν επανήλθε μετά από δεκαετίες και πάλι στο ιστορικό Circuit de La Sarthe το 2023, όλοι ανέμεναν μία καλή προσπάθεια που θα έκανε «θόρυβο» επειδή είναι η Ferrari και επειδή επανήλθε σε ένα τόπο που είχε εδραιώσει σε μεγάλο βαθμό την φήμη της σαν σπουδαίου κατασκευαστή σπορ και αγωνιστικών αυτοκινήτων.
Ελάτε όμως που δεν ήταν έτσι…
Το 2023 κέρδισε. Όλοι είπαν, ότι έπιασε τον ανταγωνισμό στον ύπνο. Καλώς μέχρι εδώ. Την επόμενη χρονιά, το 2024, με τους αντιπάλους να έχουν ανεβάσει επίπεδο, κέρδισε και πάλι… Και φθάνουμε στο φέτος, με τον ανταγωνισμό να έχει «σκυλιάσει», να είναι ακόμα πλουσιότερος σε συμμετοχές - 8 κατασκευαστές έχουν μονοθέσια στην κορυφαία κατηγορία Hypercar - και όχι απλά να έχει «ορκισθεί» ότι θα κερδίσει τους Ιταλούς, αλλά και ότι θα κάνει την διαφορά. Αποτέλεσμα; Το απόγευμα της Κυριακής, μπροστά σε ένα αλαλάζων κοινό 320.000 θεατών (sold out) το αυτοκίνητο που πέρασε πρώτο την γραμμή τερματισμού όταν συμπληρώθηκαν ακριβώς 24 ώρες αγώνα, να είναι και πάλι μία Ferrari… Αποδεικνύεται λοιπόν, ότι οι Ιταλοί έχουν την συνταγή. Μένει να δούμε πως θα αντιδράσουν οι αντίπαλοι στο άμεσο μέλλον.
Ο αγώνας
Η ιταλική ομάδα ξεκίνησε ως φαβορί για τη νίκη, έχοντας κερδίσει τα δύο προηγούμενα χρόνια και έχοντας προηγηθεί στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αντοχής ( WEC ) του 2025, αλλά υπήρξε μια έκπληξη. Η νίκη δεν πήγε σε κανένα από τα δύο επίσημα οχήματα, ούτε στο #51 που οδηγούσαν οι Ιταλοί Antonio Giovinazzi και Alessandro Pier Guidi μαζί με τον Βρετανό James Calado (νικητές το 2023) ούτε στο #50 με τον Ισπανό Miguel Molina, τον Ιταλό Antonio Fuoco και τον Δανό Nicklas Nielsen, που ήταν οι νικητές το 2024 και το οποίο τελικά αποκλείστηκε στον τεχνικό έλεγχο μετά τον αγώνα για παρατυπία στην πίσω αεροτομή. Οι παραπάνω συνδυασμοί τερμάτισαν τρίτοι και τέταρτοι αντίστοιχα, αφού η ομάδα εμπόδισε την #50 να προσπεράσει την #51 στους τελευταίους γύρους λόγω εντολών της, ενισχύοντας έτσι το προβάδισμα της #51 στο πρωτάθλημα.
Η Ferrari έχασε έτσι την ευκαιρία να τερματίσει και με τα τρία της αυτοκίνητα στο βάθρο, παρά το γεγονός ότι κυριάρχησε στις τρεις πρώτες θέσεις έξι ώρες πριν τον τερματισμό, μετά από νυχτερινά stint στα οποία οι Cadillac, οι οποίες εκκίνησαν στις δύο πρώτες θέσεις, έχασαν τον ρυθμό τους και άρχισαν να δείχνουν σημάδια φθοράς των ελαστικών.
Στους πρώτους γύρους, η αμερικανική ομάδα έδειξε ότι είχε τον ρυθμό για να αγωνιστεί για τη νίκη, αλλά καθώς τα ελαστικά φθείρονταν, η απόδοση του αυτοκινήτου μειώθηκε και εν τέλει οι Cadillac υπέφεραν στον θρυλικό αγώνα αντοχής.
Η ιταλική ομάδα ακόμα και με σωστή στρατηγική, ή καλύτερα, πιο αποτελεσματική στρατηγική, πάλι θα είχε δυσκολίες αφού οι Ferrari #50 και #51 αντιμετώπισαν δυσκολίες, και χρειάστηκε να μπουν στα πιτς. Αυτό ήταν και το γεγονός που οδήγησε την #83 με το κίτρινο χρώμα, την ιδιωτική ομάδα με υποστήριξη από την «μαμά» Ferrari, να πάρει την πρωτοπορεία του 24ωρου αγώνα του Le Mans χωρίς να κάνει λάθη και τηρώντας αυστηρά τη στρατηγική.
Ενώ οι δύο εργοστασιακές Ferrari έχασαν χρόνο, όπως και η Toyota #8, η οποία έχασε τις πιθανότητές της για ένα τερματισμό στο βάθρο λόγω ενός ακατάλληλα σφιγμένου παξιμαδιού στο αριστερό ελαστικό 4 ώρες πριν τη λήξη, η Porsche #6 εξέπληξε τους πάντες με τον καλό ρυθμό της με τον Kévin Estre στο τιμόνι και έκανε μια σπουδαία επιστροφή. Αφού αποκλείστηκε από τις κατατακτήριες λόγω υπερβολικού βάρους και ξεκίνησε τελευταία στην κατηγορία Hypercar, στην 21η θέση, η γερμανική φίρμα κατάφερε να ανέβει στο βάθρο, και να φθάσει εν τέλει στη δεύτερη θέση.
Μία εξαιρετικά εντυπωσιακή επίδοση η οποία δεν μπόρεσε να βάλει σε μπελάδες τη Ferrari #83, η οποία σημείωσεμια πολύ ξεχωριστή νίκη στις 24 Ώρες του Le Mans για τον Πολωνό Robert Kubica, ο οποίος έχασε μια νίκη στη δεύτερη κατηγορία στον τελευταίο γύρο του 2020 και ο οποίος, το 2011, ενώ πρωταγωνιστούσε σε μια μετεωρική καριέρα στη Formula 1, υπέστη ένα σοβαρό ατύχημα σε ένα Ράλι που παραλίγο να του κοστίσει το δεξί του χέρι και που εμπόδισε την καριέρα του.
Δεν επέστρεψε στην F1 μέχρι το 2019, το έκανε σποραδικά μετά από εκείνη την χρονιά χωρίς σπουδαία αποτελέσματα, και εν τέλη έστρεψε την καριέρα του προς τους αγώνες αντοχής, με αποκορύφωμα την Κυριακή με τη νίκη στο Le Mans. Ένας θρίαμβος που είναι επίσης ιστορικός για την Κίνα, καθώς, με το Ye Yifei , είναι η πρώτη φορά που ένας πιλότος από τη χώρα αυτή κερδίζει στη δοκιμαστική αυτή κατηγορία.
Κατηγορίες LMP2 και LMGT3
Στις άλλες δύο κατηγορίες των 24 Ωρών του Le Mans, υπήρξαν πολύ διαφορετικές μάχες για τη νίκη.
Στην LMP2, τη δεύτερη τη τάξη κατηγορία, η νίκη κρίθηκε 23 λεπτά πριν τη λήξη, λόγω ποινής για υπερβολική ταχύτητα στο αυτοκίνητο #43 της ομάδας Inter Europol, η οποία τους ανάγκασε να δουλέψουν σκληρά για να ανακτήσουν την πρώτη θέση. Το κατάφερε προσπερνώντας το αυτοκίνητο VDS Panis με αριθμό #48 στο τελευταίο σικέιν της πίστας. Το AO by TF 199 τερμάτισε στην τρίτη θέση.
Στο LMGT3, η Porsche με αριθμό 92, με τον Αμερικανό Ryan Hardwick, Αυστριακό Richard Lietz και Ιταλό Riccardo Pera στο τιμόνι, ήταν αυτή που κέρδισε με διαφορά μεγαλύτερη των 30 δευτερολέπτων έναντι της αντίπαλης Ferrari #21 που οδηγούσαν ο Γάλλος François Heriau, ο Βρετανός Simon Mann και ο Ιταλός Alessio Rovera. Το Chevrolet 81 με τον Ιρλανδό Charlie Eastwood, τον Βέλγο Tom Van Rompuy και τον Ανγκολέζο Rui Andrade συμπλήρωσαν το βάθρο.
Οι κορυφαίες θέσεις της ομάδας BMW του Valentino Rossi που εντυπωσίασε στην αρχή χάθηκαν για άλλη μια φορά από τον αγώνα όταν έπεσε η νύχτα στο Le Mans . Όπως και το 2024, είχε καλό ρυθμό από την αρχή, αλλά μια μηχανική βλάβη τον έθεσε εκτός αγώνα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
F1: Αυτοί ήταν οι πέντε καλύτεροι οδηγοί του GP Καναδά
WRC 2027: Από hatchback μέχρι crossover - Πώς η FIA ανοίγει τις επιλογές για τους κατασκευαστές