Μια γρήγορη ματιά στα τεχνικά χαρακτηριστικά των δύο αντιπάλων της συγκριτικής μας δοκιμής αρκεί για να αντιληφθούμε κάποιες πρώτες ομοιότητες και διαφορές, όπως αυτές αποτυπώνονται με τη γλώσσα των αριθμών. Σε μήκος, τα δύο αυτοκίνητα διαφέρουν κατά 6 cm, στοιχείο που αυτομάτως τα κατατάσσει στην ίδια κατηγορία μεγέθους, με την BMW να είναι η ελαφρώς μεγαλύτερη, ενώ ως προς το πλάτος και το ύψος οι διαφορές είναι, αντίστοιχα, 2,0 και 1,0 cm (περίπου) – υπέρ του Volvo και στις δύο περιπτώσεις. Έχουμε, λοιπόν, δύο «μεσαία» SUV, τα οποία εντελώς συμπτωματικά έχουν και την ίδια απόσταση από το έδαφος (20,5 cm), οπότε θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι έχουν και αντίστοιχες δυνατότητες κίνησης εκτός δρόμου.
Όμως, κάπου εδώ αρχίζουν οι τεχνικές διαφορές, αφού το γερμανικό αυτοκίνητο κινείται από έναν δίλιτρο turbodiesel που συνδυάζεται με mild hybrid υποβοήθηση 48V (η οποία περιλαμβάνει ένα μικρό ηλεκτροκινητήρα 19 PS) και διαθέτει κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, ενώ το σουηδικό είναι προσθιοκίνητο και διαθέτει plug-in υβριδικό σύστημα κίνησης, με υπερτροφοδοτούμενο βενζινοκινητήρα 1,5 L και ισχυρό ηλεκτροκινητήρα 60 kW που επιτρέπει κίνηση μηδενικών ρύπων (με τον θερμικό κινητήρα σβηστό) για 45 km, με βάση τις εργαστηριακές μετρήσεις. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, που, όμως, καθώς βασίζονται σε αφθονία ισχύος (230 PS) προσφέρουν άκρως ενδιαφέρουσες, σπορ θα λέγαμε, επιδόσεις, με 0-100 km/h της τάξης των 7,0 sec, αλλά και χαμηλή κατανάλωση καυσίμου. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν και αλήθειες που δεν μπορούν να πουν οι αριθμοί…
Γερμανικά σπορ
Από τη θέση του οδηγού δεν χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβεις ότι η BMW έχει ένα ξεκάθαρα πιο σπορ προσανατολισμό: είναι το αυτοκίνητο που μόλις βρεθείς πίσω απ’ το τιμόνι του νιώθεις ότι σχεδιάστηκε με γνώμονα εσένα. Απέναντί σου έχεις δύο μεγάλες ψηφιακές οθόνες να απλώνονται εν σειρά δημιουργώντας πρακτικά ένα ενιαίο σύνολο, αλλά και ένα σπορ τιμόνι στο οποίο τα χέρια σου έρχονται κυριολεκτικά να «κουμπώσουν» έχοντας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα χειριστήρια που σου επιτρέπουν να διαχειριστείς χειροκίνητα/σειριακά το πολύ καλό αυτόματο κιβώτιο 7 σχέσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα καθίσματα που είναι ξεκάθαρα bucket – πιο bucket δεν γίνεται!
Οι χώροι για μικροπράγματα δεν λείπουν – είναι και μεγάλοι και πολλοί (μας εντυπωσίασαν οι μεγάλες θήκες σε όλες τις πόρτες, οι οποίες χωρούν και μεγάλο μπουκάλι νερό), ενώ η πολύ καλή, υψηλής ανάλυσης, μεγάλη οθόνη αφής multimedia/πολλαπλών λειτουργιών σού δίνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να επιλέξεις λειτουργία του συστήματος κίνησης (Personal, Sport, Efficient και Expressive). Αναμφισβήτητα, μεγάλοι οι εσωτερικοί χώροι – με τέσσερα δάχτυλα αέρα για τα γόνατα ενός ψηλού επιβάτη που θα βρεθεί πίσω από ένα αντίστοιχα ψηλό οδηγό και μία παλάμη αέρα για το κεφάλι του. Σημειώνουμε ότι το πίσω κάθισμα είναι όχι μόνο διαιρούμενο, αλλά και συρόμενο, ενώ διαθέτει και ρυθμιζόμενη σε κλίση πλάτη, στοιχεία που αναβαθμίζουν την πρακτικότητα επιτρέποντάς σου παράλληλα να «βολευτείς» όσο το δυνατόν καλύτερα – αν και η βάση του είναι υπέρ το δέον επίπεδη (θα μπορούσε να ήταν πιο αναπαυτική/μαλακή).
Σουηδικός μοντερνισμός
Το εσωτερικό του Volvo, από τη μεριά του, έχει κάτι το οποίο θα χαρακτηρίζαμε ως «κλασικομοντέρνο», με το ταμπλώ να εκτείνεται κάπως οριζόντια και με την ανεξάρτητη έγχρωμη οθόνη αφής στο μέσο του να παραπέμπει σε tablet, έχοντας μία αντίστοιχη λογική στη λειτουργία της. Αυτή η διάταξη σού δίνει μία αίσθηση μεγαλύτερης άνεσης, νιώθεις ότι έχεις περισσότερο «αέρα», επί της ουσίας, όμως, οι ωφέλιμοι χώροι για τους επιβάτες είναι περίπου οι ίδιοι με της X1, αφού εμπρός δεν καταφέρνεις να αντιληφθείς κάποια σημαντική διαφορά, ενώ πίσω ο χώρος είναι τεράστιος, με αντίστοιχο «αέρα» για τα γόνατα και ελαφρώς μεγαλύτερο για το κεφάλι ενός ψηλού επιβάτη, αφού εδώ δεν υπάρχει η ηλιοροφή που διαθέτει η BMW. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι καθισμένος πίσω, έχεις άφθονο χώρο να βάλεις τα πόδια σου κάτω από το εμπρός κάθισμα ακόμα και όταν αυτό είναι στην τέρμα κάτω ρύθμιση του (κάτι που ισχύει και για το γερμανικό αυτοκίνητο).
Χειριστήρια στο τιμόνι για σειριακές αλλαγές στο επίσης 7-άρι αυτόματο κιβώτιο εδώ δεν υπάρχουν – αυτές πραγματοποιούνται μέσω του μικρού επιλογέα στη βάση της κονσόλας, ενώ η επιλογή λειτουργίας του συστήματος κίνησης γίνεται με το πάτημα ενός μπουτόν στη βάση της κεντρικής κονσόλας. Η ποιότητα κατασκευής είναι τέτοια –εξαιρετική–, που σε πείθει ότι οδηγείς ένα ακριβό αυτοκίνητο, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη στιβαρότητα της όλης κατασκευής την οποία εισπράττεις εν κινήσει. Αντίστοιχη είναι η εντύπωση που σου δημιουργεί η BMW, η οποία, όμως –στην έκδοση της δοκιμής μας–, κλέβει τις εντυπώσεις χάρη και στα φωτεινά, δερμάτινα καθίσματά της, δημιουργώντας μια εικόνα που θα λέγαμε ότι αποπνέει ένα «κλικ» πιο premium αέρα.
Πρακτικότητας δεν στερείται το XC40, διαθέτει και αυτό πολλές μεγάλες θήκες για μικροπράγματα στο εσωτερικό του, ενώ στον τομέα του πορτμπαγκάζ η μάχη είναι σε πρώτη φάση αμφίρροπη, με την ηλεκτρική (και στις δύο περιπτώσεις) πέμπτη πόρτα να αποκαλύπτει έναν απλώς ικανοποιητικό, με βάση τις διαστάσεις των δύο μοντέλων, χώρο φόρτωσης και τη X1 να προσφέρει εντέλει κάτι παραπάνω, με έναν καλύτερα τακτοποιημένο χώρο κάτω από το πάτωμα.
Στο κομμάτι της εργονομίας κάθε επιλογή έχει τα υπέρ και τα κατά της με σχεδόν τα πάντα να ρυθμίζονται από τις κεντρικές οθόνες αφής και να διαθέτουν ελάχιστα φυσικά χειριστήρια (παραδείγματος χάριν, για τη ρύθμιση της έντασης του ηχοσυστήματος). Στην Χ1 μάς έλειψε ο περιστροφικός διακόπτης i-drive που υπήρξε επί χρόνια σήμα-κατατεθέν της βαυαρικής εταιρείας, ενώ στο Volvo θα θέλαμε μια πιο «γρήγορη» διαδικασία για τη ρύθμιση του κλιματισμού. Η ορατότητα από το πίσω παρμπρίζ είναι στο Volvo σαφώς καλύτερη σε σχέση με την BMW, η οποία σε αντιστάθμισμα προσφέρει ένα τρίτο μεγάλο πλευρικό κρύσταλλο στην πίσω κολόνα, με το XC40 να αντιπαραθέτει από την πλευρά του το μεγάλο φινιστρίνι της πίσω πόρτας. Από κει και πέρα τον λόγο και στα δύο αυτοκίνητα έχουν οι οθόνες οπισθοπορείας που βοηθούν τον οδηγό να παρκάρει «αναίμακτα».
Εν κινήσει
Εκεί που τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρα και δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «δύο διαφορετικοί κόσμοι» είναι στον δρόμο. Από την πρώτη στιγμή που θα ξεκινήσεις να οδηγείς καταλαβαίνεις ότι η BMW έχει εντελώς άλλο «στήσιμο», εντελώς διαφορετικό τρόπο με τον οποίο κινείται. Το τιμόνι έχει εξαιρετική αίσθηση και ως οδηγός νιώθεις μία μοναδική επικοινωνία με τον δρόμο. Ο κινητήρας έχει άμεση απόκριση και τραβάει από τις χαμηλές στροφές –μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για diesel–, ενώ από κει και πέρα, βέβαια, το γερμανικό αυτοκίνητο είναι η χαρά του οδηγού.
Όλα εξαρτώνται από το πόσο έχεις τη διάθεση να «παίξεις» με το γκάζι απολαμβάνοντας τα υψηλά περιθώρια πρόσφυσης, το πλεονέκτημα της τετρακίνησης που συμβάλλει σε μια πιο ουδέτερη συμπεριφορά, αλλά και τα εντυπωσιακά σε αίσθηση και αποτελεσματικότητα φρένα. Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας αυτής παίζει η ανάρτηση, που είναι σαφώς πιο σφιχτή από αυτήν που είχαμε γνωρίσει στη βενζινοκίνητη X1 – και αυτό έχει και την αρνητική του πλευρά, αφού δεν περνούν απαρατήρητες οι μικροανωμαλίες του οδοστρώματος (η sDrive 18i τα κατάφερνε πολύ καλύτερα σε αυτόν τον τομέα). Ενώ, λοιπόν, η οδήγηση στον ανοιχτό δρόμο και σε όμορφες επαρχιακές/ορεινές διαδρομές είναι απόλαυση, στις καθημερινές μετακινήσεις μπορεί να έχεις σύμμαχο το αυτόματο κιβώτιο, όμως η άνεση που σου προσφέρει το Volvo είναι σαφώς καλύτερη, παρά το γεγονός ότι η πίσω ανάρτησή του δεν είναι γαλλική, καθώς έχει να αντιμετωπίσει το πρόσθετο βάρος της μπαταρίας.
Η αίσθηση που προσφέρει στον οδηγό το σουηδικό αυτοκίνητο, το οποίο ξεκινά πάντα με τη βοήθεια του ηλεκτροκινητήρα του, ακόμα και όταν η στάθμη της μπαταρίας είναι χαμηλή, είναι άλλη. Η ισχύς του υβριδικού συστήματος κίνησης δεν είναι λίγη και, αν πατήσεις αποφασιστικά το γκάζι, δεν αργείς να αντιληφθείς το μέγεθος της, καθώς οι επιταχύνσεις είναι εντυπωσιακές. Ωστόσο, η απόκριση είναι διαφορετική όπως και συνολικά είναι διαφορετικός ο τρόπος που κινείται το σουηδικό αυτοκίνητο. Η οδική συμπεριφορά του XC40 είναι, βέβαια, πολύ παραπάνω ασφαλής, στοιχείο που σου επιτρέπει να ταξιδεύεις και να στρίβεις απροβλημάτιστα (για να είμαστε ειλικρινείς, το μόνο που πραγματικά δεν μας άρεσε είναι η αίσθηση των φρένων), όμως δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη X1. Από την άλλη μεριά, όμως, το Volvo τα καταφέρνει πολύ καλύτερα στον τομέα της άνεσης και δείχνει ότι είναι φτιαγμένο κυρίως για «αρχοντικές» μετακινήσεις. Το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης παίζουν τα σαφώς πιο σπορ ελαστικά της BMW: 245/45-R19 102Y (Hankook Ventus S1 evo3) έναντι των 235/55-R18 100V (Michelin Primacy 4) του Volvo.
Δύο ξένοι
Όπως είχαμε από την αρχή δηλώσει, οι δύο αντίπαλοι της συγκριτικής μας δοκιμής είναι στην πραγματικότητα ξένοι μεταξύ τους, παρ’ όλο που και τα δύο είναι πρακτικά αυτοκίνητα, με παρεμφερείς μεταφορικές δυνατότητες. Η X1 είναι αθεράπευτα σπορ, με εξαιρετική οδική συμπεριφορά και έναν πολύ καλό πετρελαιοκινητήρα που προσφέρει όχι μόνο εντυπωσιακές ρεπρίζ, αλλά και πολύ χαμηλή – για τα δεδομένα της κατηγορίας– κατανάλωση στο ταξίδι. Ενώ και στις καθημερινές μετακινήσεις σού επιτρέπει να κινείσαι ήρεμα και αρκετά οικονομικά. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το γερμανικό αυτοκίνητο είναι ο ορισμός της οδηγικής απόλαυσης – τηρουμένων των αναλογιών, φυσικά, αφού μιλάμε για SUV συγκεκριμένης κατηγορίας τιμής. Και ως τέτοιο απευθύνεται στους «ανήσυχους» οικογενειάρχες, που ενδεχομένως κάνουν συχνά μακρινά ταξίδια.
Το XC40 από την πλευρά του είναι η ήρεμη δύναμη. Σαφώς πιο άνετο (στον τομέα της ανάρτησης) από την BMW, μπορεί να σου προσφέρει την έκκριση αδρεναλίνης που προκαλούν οι έντονες επιταχύνσεις για τις οποίες είναι ικανό, αλλά και τη χαρά της μείωσης των επισκέψεων στο βενζινάδικο και της μειωμένης κατανάλωσης που σου προσφέρεται μέσω της τακτικής, καθημερινής φόρτισης της μπαταρίας του. Εξάλλου, αυτό το χαρακτηριστικό, η δυνατότητα της κίνησης αποκλειστικά με τον ηλεκτροκινητήρα του, είναι που εξασφαλίζει και την καθημερινή είσοδο στον δακτύλιο. Κατά συνέπεια, το Volvo είναι το αυτοκίνητο των πιο «χαλαρών» διαδρομών και θα προτιμηθεί από εκείνους που θέλουν να κάνουν χρήση των προνομίων που προκύπτουν από την plug-in hybrid τεχνολογία που ενσωματώνει.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΜΟΝΤΕΛΟ BMW X1 xDrive 23d 2023 TIMH €54.600 ΤΕΛΗ €98
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ 1.995, Turbo, Yβριδικό Σύστημα, 4 Κύλινδρος, Σε σειρά ΚΑΥΣΙΜΟ Πετρέλαιο
ΙΣΧΥΣ kW(PS)/rpm 155(211)/4.000 ΡΟΠΗ Nm/rpm 400/1.500-2.750
ΜΕΤΑΔΟΣΗ Αυτόματο, 7 σχέσεων, αυτόματη τετρακίνηση
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ 0-100 σε 7,4 sec, τελική 225 km/h
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ/CO2 5,3 L/100km, 140 g/km
ΥΠΕΡ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ, ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ, ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ, ΧΑΜΗΛΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ, ΧΩΡΟΙ, ΠΡΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ.
ΚΑΤΑ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΑΝΕΣΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΜΟΝΤΕΛΟ VOLVO XC40 Τ5 Recharge 2023 TIMH €51.067 ΤΕΛΗ €0
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ 1.477, Turbo, Hλεκτροκινητήρας, Yβριδικό Σύστημα, 3 Κύλινδρος ΚΑΥΣΙΜΟ Υβριδικό
ΙΣΧΥΣ kW(PS)/rpm 262 ΡΟΠΗ Nm/rpm 425
ΜΕΤΑΔΟΣΗ Αυτόματο, 7 σχέσεων, κίνηση στους εμπρός τροχούς
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ 0-100 σε 7,3 sec, τελική 180 km/h
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ/CO2 2,1 L/100km, 45 g/km
ΥΠΕΡ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ, ΑΝΕΣΗ, ΧΩΡΟΙ, ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ, ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ, ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (ΜΕ ΦΟΡΤΙΣΜΕΝΗ ΜΠΑΤΑΡΙΑ), ΚΑΛΗ ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ, "ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ" ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ.
ΚΑΤΑ ΑΙΣΘΗΣΗ ΦΡΕΝΩΝ.